- υπεκμισθώνω
- υπεκμισθώνω, υπεκμίσθωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
υπεκμισθώνω — Ν υπενοικιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εκμισθώνω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπεκμισθόω, ῶ, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
υπεκμισθωτής — ο, θηλ. υπεκμισθώτρια, Ν υπενοικιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεκμισθώνω. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. ὑπεκμισθωταί, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek